- αγύρτες
- (agyrtes).Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σιλφιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Χτίζουν τις φωλιές τους σε βράχια και σε δέντρα, κοντά στα ποτάμια. Έχουν πολύ μικρό σώμα, περίπου 0,3 εκ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
αγύρτης — ο θηλ. αγύρτισσα απατεώνας, κατεργάρης, θαυματοποιός: Οι αγύρτες μόνο τους αφελείς και τους απαίδευτους μπορούν να εξαπατήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)